συνεκκλεπτω

συνεκκλεπτω
    συνεκκλέπτω
    συν-εκκλέπτω
    помогать укрыть
    

(γάμους Eur.)

    σὲ δ΄ ἐπὴ ναῦς Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα Eur. — я помогу тебе тайком пробраться к ахейским кораблям


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συνεκκλεπτω" в других словарях:

  • συνεκκλέπτω — Α 1. συνεργώ σε κλοπή («σὲ δ ἐπὶ ναῡς Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα», Ευρ.) 2. φρ. «συνεκκλέπτω γάμους» βοηθώ στην απόκρυψη τών γάμων (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκλέπτω «κλέβω και παίρνω μακριά»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκκλέπτει — συνεκκλέπτω help to steal away pres ind mp 2nd sg συνεκκλέπτω help to steal away pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκλαπείς — συνεκκλέπτω help to steal away aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκλέπτοντος — συνεκκλέπτω help to steal away pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκκλέπτουσα — συνεκκλέπτω help to steal away pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

  • συνεκκλέψασα — συνεκκλέψᾱσα , συνεκκλέπτω help to steal away aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»